- εξάκτινος
- ος , ον1) шестиспицевый (о колесе); 2) шестиконечный (о звезде)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξάκτινος — η, ο 1. αυτός που έχει έξι ακτίνες («εξάκτινος τροχός») 2. φρ. «εξάκτινος αστήρ» η εξάλφα, το εξάγραμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ + ακτίς, ίνος] … Dictionary of Greek
εξάκτινος — η, ο που έχει έξι ακτίνες: Εξάκτινος τροχός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξάλφα — Γεωμετρικό σχήμα που αποτελείται από δύο ισόπλευρα τρίγωνα, διασταυρωμένα μεταξύ τους συμμετρικά ως προς το κέντρο. Χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα ως σύμβολο στις ανατολικές θρησκείες, στον ιουδαϊσμό και αργότερα από το τάγμα των Ναϊτών, τους… … Dictionary of Greek